ηρως

ηρως
    ἥρως
    gen. ἥρωος (gen. иногда с ω коротким, редко ἥρω) ὅ (dat. ἥρωι - поэт. ἥρῳ, acc. ἥρω - эп. ἥρωα, ион. ἥρων, acc. pl. ἥρως и ἥρωας)
    1) вождь, военачальник, предводитель
    

(ἥρωες Ἀχαιοί Hom.)

    2) воин, боец
    

(στίχες ἀνδρῶν ἡρώων Hom.)

    3) славный муж
    

(Μούλιος ἥ., κῆρυξ Δουλιχιεύς Hom.)

    ἥ. Δημόδοκος Hom. — знаменитый (песнопевец) Демодок

    4) герой, богатырь, человек сказочной силы и доблести
    

(ἀντίθεοι ἥρωες Pind.; δαίμονες τε καὴ ἄνθρωποι Plat.; θεοὴ καὴ ἥρωες Thuc., Arst.; ἐκ ἡρώων εἰς δαίμονας ἀναφέρεσθαι Plut.)

    ἥρωες ἐπώνυμοι Her. — герои-эпонимы (т.е. те, именем которых были названы филы)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ηρως" в других словарях:

  • ἥρως — hero masc acc pl ἥρως hero masc nom/voc pl (doric aeolic) ἥρως hero masc gen sg (doric aeolic) ἥρως hero masc nom sg ἥρως hero masc nom/voc/acc pl ἥρως hero masc nom/voc sg ἥρως hero masc acc pl ἥρως hero masc nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήρως — ἥρως, ὁ, θηλ. ἡρωΐς και ἡρώισσα και ἡρῷσσα και ἡρωΐνη (AM) βλ. ήρωας …   Dictionary of Greek

  • Ἥρως — Ἥρω fem acc pl Ἥρω fem nom/voc pl (doric aeolic) Ἥρω fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μικρός Ήρως — Το πιο δημοφιλές παιδικό περιοδικό της μεταπολεμικής περιόδου, που κυκλοφόρησε από το 1953 έως το 1968, με συγγραφέα τον Θάνο Αστρίτη (ψευδώνυμο του Στέλιου Ανεμοδουρά) και βασικό εικονογράφο τον Βασίλη Απτόσογλου. Αναφερόταν στις περιπέτειες και …   Dictionary of Greek

  • ἥρω — ἥρως hero masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἥρως hero masc acc sg ἥρως hero masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡρώων — ἥρως hero masc gen pl (epic) ἡρώ̆ων , ἥρως hero masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡρῶν — ἥρως hero masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥροα — ἥρως hero masc acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥροας — ἥρως hero masc acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥροες — ἥρως hero masc nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥρου — ἥρως hero masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»